- λιμασμένος
- ravenous
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
λιμάζω — λιμάζω, λίμαξα, λιμασμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: λιμάζω : εύχρηστη είναι κυρίως η μτχ. λιμασμένος (→ υπερβολικά πεινασμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έκλιμος — ἔκλιμος, ον (Α) αδύνατος από την πείνα, λιμασμένος … Dictionary of Greek
γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου … Dictionary of Greek
λιμάζω — και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω) 1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ 2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα 3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου») 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
λιμαγχικός — λιμαγχικός, ή, όν (Α) [λιμαγχία] πεινασμένος, λιμασμένος … Dictionary of Greek
λιμοκοπημένος — λιμοκοπημένος, η, ον (Μ) πεινασμένος, λιμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. λιμοκοπώ, που απαντά σε ιδιώματα] … Dictionary of Greek
πεινάλας — ο, θηλ. πεινάλα (μεγεθ·) πειναλέος, λιμασμένος, θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείνα + μεγεθ. κατάλ. άλα, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
αλίμαχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι λιμασμένος, που δεν πεινά πολύ: Πεινούσε πολύ, αλλά έτρωγε σαν αλίμαχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμάζω — λίμαξα, λιμασμένος, πεινώ πολύ, νιώθω λαιμαργία: Λίμαξα αφού έχω να φάω από χθες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)